- καθοδηγητικός
- η , ό[ν] руководящий;
καθοδηγητικό κέντρο — руководящий центр;
καθοδηγητικά όργανα — руководящие органы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καθοδηγητικό κέντρο — руководящий центр;
καθοδηγητικά όργανα — руководящие органы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηγητικός — ἡγητικός, δωρ. τ. ἁγητικός, ή, όν (Α) [ηγητής] ηγετικός, αυταρχικός, καθοδηγητικός … Dictionary of Greek
οδηγητικός — ή, ό (ΑΜ ὁδηγητικός, ή, όν) [οδηγώ] ικανός ή κατάλληλος να δίνει συμβουλές, καθοδηγητικός («ὁδηγητικὴ ὁμιλία», Ευστ.) … Dictionary of Greek
οδηγός — Στη γεωμετρία προκειμένου για μια επιφάνεια ευθειογενή, Ε, κάθε καμπύλη της επιφάνειας αυτής, που τέμνει κάθε γενέτειρα της σε ένα μόνο σημείο (κάθε μία από τις ευθείες της Ε ονομάζεται μία γενέτειρά της). Έτσι κάθε τομή από επίπεδο μιας… … Dictionary of Greek
ποιμαντορικός — ή, ό / ποιμαντορικός, ή, όν, ΝΜ [ποιμαντορία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποιμαντορία ή στον πνευματικό ποιμένα («ποιμαντορική ράβδος») 2. φρ. «ποιμαντορικές επιστολές» εκκλ. οι επιστολές τού αποστόλου Παύλου προς τον Τιμόθεο Α και Β… … Dictionary of Greek
οδηγητικός — ή, ό αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος να οδηγεί, καθοδηγητικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)